- παυσάνεμος
- παυσ-άνεμος [ᾰ], ον,A stilling the wind,
θυσία A. Ag. 215
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυσία A. Ag. 215
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παυσάνεμος — ον, Α αυτός που καταπαύει, που καταπραΰνει τον άνεμο («παυσανέμου θυσίας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + ἄνεμος, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
παυσανέμου — παυσάνεμος stilling the wind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek